σκύφτω
Смотреть что такое "σκύφτω" в других словарях:
σκύφτω — ΝΜ βλ. σκύβω … Dictionary of Greek
σκύφτω — βλ. σκύβω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφροσκυμμένος — η, ο αυτός που έχει σκύψει ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + σκυμμένος < σκύφτω] … Dictionary of Greek
σκύβω — και σκύφτω και, λόγιος τ., σκύπτω Ν 1. κλίνω το κεφάλι ή και το σώμα προς τα εμπρός και κάτω, γέρνω, καμπουριάζω (α. «στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει το ασήμι τού βλεφάρου της η εσπέρα», Καρυωτάκης β. «ιδού ευλαβείς οι Έλληνες / σκύπτουσιν… … Dictionary of Greek
σκύβω — και σκύφτω έσκυψα, σκυμμένος 1. κλίνω το κορμί προς τα εμπρός: Έσκυψα και μάζεψα τα σκουπίδια από το πάτωμα. 2. υποτάσσομαι: Δε σκύβει μπροστά στους ισχυρούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)